ορθοπεριπατητικός

ορθοπεριπατητικός
ὀρθοπεριπατητικός, -όν (ΑΜ)
αυτός που περπατά όρθιος («ἄνθρωπός ἐστι ζῷον ὀρθοπεριπατητικόν», Δαμασκ. Ι.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ορθ(ο)-* + περιπατητικός].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • ὀρθοπεριπατητικός — walking about erect masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὀρθοπεριπατητικά — ὀρθοπεριπατητικός walking about erect neut nom/voc/acc pl ὀρθοπεριπατητικά̱ , ὀρθοπεριπατητικός walking about erect fem nom/voc/acc dual ὀρθοπεριπατητικά̱ , ὀρθοπεριπατητικός walking about erect fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὀρθοπεριπατητικόν — ὀρθοπεριπατητικός walking about erect masc acc sg ὀρθοπεριπατητικός walking about erect neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὀρθοπεριπατητικοί — ὀρθοπεριπατητικός walking about erect masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὀρθοπεριπατητικῷ — ὀρθοπεριπατητικός walking about erect masc/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ορθ(ο)- — (I) (ΑΜ ορθ[ο] ) α συνθετικό πολλών λ. όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, που ανάγεται στο επίθ. ορθός και προσδίδει στο β συνθετικό τη σημ. τού όρθιου, τού ίσιου, τού ευθέος, τού κάθετου (πρβλ. ορθο κέρατος, ορθο τενής, ορθό τριχος, ορθο χαίτης) ή …   Dictionary of Greek

  • ορθοπερίπατος — ὀρθοπερίπατος, ον (Μ) ορθοπεριπατητικός*. [ΕΤΥΜΟΛ. < ορθ(ο) * + περίπατος (< περιπατῶ), πρβλ. κακο περίπατος] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”